- περιτραχήλιον
- περιτραχήλιονround the neckneut nom/voc/acc sgπεριτραχήλιοςround the neckmasc/fem acc sgπεριτραχήλιοςround the neckneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτραχηλίοις — περιτραχήλιον round the neck neut dat pl περιτραχήλιος round the neck masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτραχηλίου — περιτραχήλιον round the neck neut gen sg περιτραχήλιος round the neck masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτραχηλίῳ — περιτραχήλιον round the neck neut dat sg περιτραχήλιος round the neck masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτραχήλια — περιτραχήλιον round the neck neut nom/voc/acc pl περιτραχήλιος round the neck neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιτραχηλίδιον — τὸ, Α [περιτραχήλιον] μικρό περιτραχήλιον … Dictionary of Greek
CALAMISTRUM — ex Graeco καλαμάςτρον, quasi parva fistula, ferrum erat fistulae instar cavum, cui manubrium ligneum immittebatur, tebatur, ut teneri poslet, dum calidum eslet, torquendis vibrandisque capillis olim adhibitum. Virg. Aen. l. 12. v. 100. Vibratos… … Hofmann J. Lexicon universale
COLLARE — Graece περιτραχήλιον, armaturae species, quâ scil. collum militis tegitur, Gall. Collier, Guil. Britto, Philippidos l. 11. Vide quoque infra ubi de Inscriptis et Stigmaticis … Hofmann J. Lexicon universale
λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… … Dictionary of Greek
περιτραχήλιος — ον, ΜΑ [περιτράχηλος] 1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον περιδέραιο μσν. το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι … Dictionary of Greek
τριοπίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τριόφθαλμος εἶναι ζῷον ὅμοιον ἀκρίδι καὶ περιτραχήλιον τρεῖς ἔχον ὀφθαλμοὺς ὑαλοῦς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τριοττίς κατ επίδραση τού θ. οπ τού ὄπωπα*, αν δεν πρόκειται για εσφ. τ.] … Dictionary of Greek